σκληροίδημα

σκληροίδημα
το, Ν
ιατρ. σανιδώδες οίδημα στο επίπεδο τού οποίου φαίνεται σαν να έχει γίνει στο δέρμα ένεση παραφίνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. scleroedeme < σκληρός + οίδημα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”